μενεξεδής

Greek Monolingual

και μενεξελής -ιά, -ί (μενεξές]
1. αυτός που έχει το χρώμα του μενεξέ, ιώδης, μοβ
2. το ουδ. ως ουσ. το μενεξεδί
το χρώμα του μενεξέ, το ιώδες, το μοβ.