one must wait for, Gal.16.64.
μενητέον: ἀδόκιμος τύπος ἀντὶ τοῦ μενετέον, Διον. Ἁλ. 7. 27, Αἰσώπ. μῦθοι 158 ἔκδ. Κοραῆ (31 ἔκδ. Halm. ἐνθα γράφεται μενετέον).
adj. verb. réc. de μένω.
Adj. verb. zu μένω.