μεριστέον

English (LSJ)

A one must divide, τὸ καθόλου εἰς γένη Aristox.Harm.p.4 M.; one must distribute, Eust.83.12.
II Adj. μεριστέος, α, ον, to be divided, Just.Nov.156.1.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστέον: ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ μερίζω, δεῖ μερίζειν, Εὐστ. 83. 12·