Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεριστικόν, Hsch.
μερόεν (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μεριστικόν».[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος, πιθ. λ. ποιητική, ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μερόεις].