μεσάκτιος

English (LSJ)

v. μέσακτος¹.

German (Pape)

[Seite 136] = Folgdm, Schol. Aesch. a. a. O.

Greek Monolingual

μεσάκτιος, -ον (Α)
βλ. μέσακτος (Ι).