μεσαμβρίη

English (LSJ)

μεσ-αμβρινός, μεσ-αμέριος, v. μεσημ-. μεσανύκτιον, v. μεσο-.

German (Pape)

[Seite 136] ἡ, ion. = μεσημβρία, Her.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. μεσημβρία.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαμβρίη: μεσαμβρινός, ἴδε ἐν λ. μεσημ-.

Greek Monolingual

μεσαμβρίη, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. μεσημβρία.

Greek Monotonic

μεσαμβρίη: Δωρ. αντί μεσημβρία.