μεσημβρίζω

English (LSJ)

= μεσημβριάζω I, Str.15.1.21, J.AJ7.2.1.

German (Pape)

[Seite 137] = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσθλη ἠελίοιο.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβρίζω: μεσημβριάζω, Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.

Greek Monolingual

μεσημβρίζω (Α)
βλ. μεσημβριάζω.

Greek Monotonic

μεσημβρίζω: = μεσημβριάζω, σε Στράβ.

Middle Liddell

μεσημβρίζω, = μεσημβριάζω, Strab.]