μεσιανός

Greek Monolingual

και μεσανός, -ή, -ό (Μ μεσιανός, -ή, -όν)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο άλλων, ο μεσαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + -(ι)ανός)].