μεσοπνευμόνιος

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος
ανατ.
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών πνευμόνων («μεσοπνευμόνιες αρτηρίες»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μεσοπνευμόνιο
ανατ. το μεσοθωράκιο.