μεσουρίαι
German (Pape)
[Seite 140] οἱ, κάλοι, Taue, zum Herunterziehen der Segel, Schol. Ap. Rh. 1, 566.
Greek (Liddell-Scott)
μεσουρίαι: (ἐν κάλοι), οἱ, καλῴδια ἱστίων, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 566.
[Seite 140] οἱ, κάλοι, Taue, zum Herunterziehen der Segel, Schol. Ap. Rh. 1, 566.
μεσουρίαι: (ἐν κάλοι), οἱ, καλῴδια ἱστίων, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 566.