[Seite 138] ικος, = μεσῆλιξ, Tzetz. P. H. 368.
μεσοῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, = μεσῆλιξ, μεσόκοπος, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 368, 475, 660.
μεσοῆλιξ, -ικος, ὁ και ἡ (Μ)βλ. μεσήλικος.