μεσσηνέζα

Greek Monolingual

και μεσσήνα, η
λεπτό, ανθεκτικό και διαφανές νήμα το οποίο χρησίμευε παλαιότερα για να δένουν τα αγκίστρια και τα βαρίδια στην άκρη της ορμιάς, της πετονιάς του ψαρέματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομ. της ιταλ. πόλης Messina + κατάλ. -έζα].