μεστότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, fullness, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 141] ητος, ἡ, die Anfüllung, Fülle.

Greek (Liddell-Scott)

μεστότης: -ητος, ἡ, τὸ πλῆρες, Γλωσσ.