*μεσόθι, v. μέσσοθι.
[Seite 138] poet. μεσσόθι, in der Mitte, Hes. O. 371 u. sp. D., wie Sosipat. 1 (V, 54); τινός, in der Mitte zwischen, Arat.
μεσόθι (Α)βλ. μεσσόθι.
μεσόθι: βλ. μεσσόθι.
μεσόθῐ: поэт. μεσσόθῐ adv. в середине Hes.