μετάξιον

English (LSJ)

τό, Dim. of μέταξα, Sch.E.Hec.447.

German (Pape)

[Seite 151] τό, dim. zum Vorigen, Sp.

Greek Monolingual

μετάξιον, τὸ (Α) μέταξα
βλ. μετάξι.