μετάταξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, change in the order of battle, Plb.12.25F.3 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάταξις: -εως, ἡ, μεταβολὴ εἰς τὴν παράταξιν τῆς μάχης, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 392.

Russian (Dvoretsky)

μετάταξις: εως ἡ перестраивание, изменение боевого порядка Polyb.