μετίσχω

English (LSJ)

= μετέχω, c. gen. rei, φόνου Hdt.5.92.γ, cf. Pl.Ti.58e, R.411d.

German (Pape)

[Seite 161] (s. ἴσχω), = μετέχω, τινός, z. B. τοῦ φόνου μετίσχειν, Her. 5, 92, 3, u. einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ion. et att. c. μετέχω.

Russian (Dvoretsky)

μετίσχω: ион.-атт. = μετέχω.

Greek (Liddell-Scott)

μετίσχω: μετέχω, μετὰ γεν. πράγμ., Ἡρόδ. 5. 92, 3.

Greek Monolingual

μετίσχω (Α)
βλ. μετέχω.

Greek Monotonic

μετίσχω: = μετέχω, με γεν. πράγμ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

= μετέχω, c. gen. rei, Hdt.]