μεταβιώνω

Greek Monolingual

(Α μεταβιῶ, -όω)
νεοελλ.
ζω μετά θάνατο
αρχ.
επιζώ, επιβιώνω έπειτα από ένα γεγονός, ιδίως καταστρεπτικό.