μεταγωγεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, name of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.33 tit.

German (Pape)

[Seite 146] ὁ, der Hinüberführende, Ableitende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰγωγεύς: έως, ὁ, ὁ ἄγων ἀπὸ καταστάσεώς τινος εἰς ἄλλην, ὁ ἄγων εἰς νέαν ζωήν, Εἰρην. 460Α, Τερτυλλιαν. II, 558Α.