μεταδότις

Greek (Liddell-Scott)

μεταδότις: -ιδος, ἡ, ἡ δαψιλῶς μεταδίδουσά τι, Ψευδο-Διονύσ. 589C.

Greek Monolingual

μεταδότις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. μεταδότης.