μεταιβολία

English (LSJ)

ἡ, change of mind, prob. in Simon.37.17.

Greek (Liddell-Scott)

μεταιβολία: ἡ, μεταβολὴ φρονήματος, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Σιμων. 7. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι μεταβουλία, ματαιβουλία.