μετακοσμέω

English (LSJ)

A rearrange: hence, modify, Epicur.Nat.67,102 G.:—more freq. in Pass., Hp.Fract.2, Meliss.7; πρὸς τὸ βέλτιον Gal.UP 15.1; to be changed in aspect, μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶςπτέρωσις Luc.Dom.11.
II metaph., μ. τινὰς ἐπὶ τὸ βέλτιον J.AJ1.8.1.

German (Pape)

[Seite 148] umordnen, anders ordnen, Arist. de Xenoph. 1, 4; μετακοσμήσας καὶ νεωτερίσας τὰ περὶ τοὺς ἀνθρώπους, Luc. Prom. 12; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

μετακοσμῶ :
arranger autrement ou orner autrement.
Étymologie: μετά, κοσμέω.

Russian (Dvoretsky)

μετακοσμέω: перестраивать, переустраивать, переделывать (τὰ περὶ τοὺς ἀνθρώπους Luc.; ἅπαντα πρὸς τὸ δημοτικώτερον Plut.): μετακοσμούμενος θέσει Arst. по-иному расположенный, оказавшийся в другом положении; τὴν πόλιν εἰς τοὺς Ἀχαιοὺς μ. Plut. присоединить город к Ахейскому союзу.

Greek (Liddell-Scott)

μετακοσμέω: ἐκ νέου διευθετῶ μεταβάλλω διακόσμησίν τινα ἢ τάξιν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 751· - Παθ., Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 1. 4.