μεταλλακτήρ

English (LSJ)

μεταλλακτῆρος, ὁ, one that changes, μ. πουλύπουν χροός Ion Trag.36.

German (Pape)

[Seite 149] ῆρος, ὁ, der Verwechselnde, Verändernde, μισῶ μεταλλακτῆρα πουλύπουν χροός, der die Farbe wechselt, Ion trag. b. Ath. VII, 318 e.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ μεταβάλλων, χροὸς Ἴων παρ’ Ἀθην. 318Ε.