μεταλογική
Greek Monolingual
η
(λογ.) η μελέτη τυπικών γλωσσών και τυπικών συστημάτων σε ό,τι αφορά τη σημαντική, δηλ. τις σχέσεις μεταξύ εκφράσεων και τών νοημάτων τους και το συντακτικό τους, δηλ. τις σχέσεις τών εκφράσεων μεταξύ τους.
η
(λογ.) η μελέτη τυπικών γλωσσών και τυπικών συστημάτων σε ό,τι αφορά τη σημαντική, δηλ. τις σχέσεις μεταξύ εκφράσεων και τών νοημάτων τους και το συντακτικό τους, δηλ. τις σχέσεις τών εκφράσεων μεταξύ τους.