μεταναστευτέον

Greek (Liddell-Scott)

μεταναστευτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μεταναστεύω, δεῖ μεταναστεύειν, Πλανούδ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss. τ. 5, σ. 339, 3.