μεταπωλώ

Greek Monolingual

και μεταπουλώ και ματαπουλώ (Α μεταπωλώ, Μ μεταπουλῶ, -έω)
αγοράζω κάτι και το πουλώ σε άλλους με σκοπό το κέρδος.