μετασεισμός
Greek Monolingual
ο
συν. στον πληθ. οι μετασεισμοί
οι ολοένα και ασθενέστερες σεισμικές δονήσεις που ακολουθούν τον κύριο σεισμό.
ο
συν. στον πληθ. οι μετασεισμοί
οι ολοένα και ασθενέστερες σεισμικές δονήσεις που ακολουθούν τον κύριο σεισμό.