μετατάρσιο

Greek Monolingual

το
ανατ. το μέρος του ποδιού που βρίσκεται μεταξύ τών δακτύλων και του ταρσού και αποτελείται από πέντε μικρά οστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μετατάρσιος].