μεταχειριστέον

Greek (Liddell-Scott)

μεταχειριστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μεταχειρίζομαι, δεῖ μεταχειρίζεσθαι, ἀμπέλους Γεωπ. 7. 18· μεταφ., Ἀριστ. Ρητορ. πρὸς Ἀλέξ. 39, 3. Κλήμ. Ἀλ. 151.