μετεργασιακός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στον μετά την εργασία χρόνο, στον χρόνο ανάπαυσης τών εργαζομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εργασιακός < εργασία)].