μετεώρισις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A lifting up, Plu.2.951c (pl.).
II = μετεωρισμός II.2, D.C.Fr.12.9.

German (Pape)

[Seite 159] ἡ, das in die Höhe Heben, Plut. pr. frig. 15.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de lever en l'air.
Étymologie: μετεωρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

μετεώρισις: -εως, ἡ, τὸ μετεωρίζειν, Πλούτ. 2. 951C.

Russian (Dvoretsky)

μετεώρισις: εως ἡ поднимание, поднятие Plut.