μετζοσοπράνο

Greek Monolingual

η
γυναικεία φωνή που είναι βαθύτερη από τη φωνή της σοπράνο και υψηλότερη από τη φωνή της άλτο, αλλ. μεσόφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzosoprano < mezzo «μισό» + soprano (βλ. λ. σοπράνο)].