μετοίκισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, removal, pl., μ. καὶ μεταναστάσεις Olymp.in Mete.115.28.

Russian (Dvoretsky)

μετοίκισις: εως ἡ Diod. = μετοικισμός.

German (Pape)

ἡ, = μετοικισμός (?).