μετροφωτοθάλαμος
Greek Monolingual
ο
1. η μετροφωτομηχανή λήψης μετροεικόνων
2. το κύριο τμήμα της μετροφωτομηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + φωτοθάλαμος].
ο
1. η μετροφωτομηχανή λήψης μετροεικόνων
2. το κύριο τμήμα της μετροφωτομηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + φωτοθάλαμος].