μεῖξαι

Greek (Liddell-Scott)

μεῖξαι: μείξω, μεικτός, Μειξιάδης, Μειξίας, Μειξικλῆς, κτλ. ἀντὶ μῖξαι μίξω, μικτός κτλ., Meisterh. 240, 144.