μηδάτερος

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, Dor. for μηδέτερος, Leg.Gort.1.22, SIG56.24 (Argos, v B.C.), Foed.Delph.Pell.1 A 4 (iii B.C.).

Greek Monolingual

μηδάτερος, -έρα, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηδέτερος.