μηκικός

English (LSJ)

μηκική, μηκικόν, (μῆκος) in longitude, μετάβασις, θέσις, Procl.Hyp.5.6,9.

Greek (Liddell-Scott)

μηκικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς (γεωγραφ.) μῆκος, Βρυενν. Ἁρμον. 411C, κλ.

Greek Monolingual

μηκικός, -ή, -όν (ΑΜ) μήκος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό μήκος.