μηλολάνθη

German (Pape)

[Seite 173] ἡ, = Folgdm; Hesych.; Poll. 9, 124.

Greek (Liddell-Scott)

μηλολάνθη: ἡ, Πολυδ. ἰδὲ μηλολόνθη ἐν τέλ.

Greek Monolingual

μηλολάνθη, ἡ (Α)
βλ. μηλολόνθη.