μηλοπάρῃος

Greek (Liddell-Scott)

μηλοπάρῃος: Δωρ. μᾱλο-, ον, ὁ ἔχων παρειὰς ὡς μῆλα, Θεόκρ. 26, 1.

Middle Liddell

apple-cheeked, Theocr.