μηλόκαρπον

English (LSJ)

τό, = ἀριστολόχεια στρογγύλη, Ps.-Dsc.3.4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d'aristoloche plante, dont la fleur ressemble à une poire.
Étymologie: μῆλον², καρπός.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόκαρπον: τό, = ἡ μακρὰ ἀριστολοχία, εἶδος βοτάνης, Διοσκορ. 3, 5, (ἐκ τῶν Νόθ.).

Greek Monolingual

μηλόκαρπον, τὸ (Α)
είδος βοτάνου, αριστολόχεια η στρογγύλη.