μηλόκερος

Greek (Liddell-Scott)

μηλόκερος: καὶ μηλόκερως, ὁ ἔχων κέρατα προβάτου, ἐπιθ., Ψευδοκαλλισθ. Α΄, 30, ἐνσ. 31 τῆς ἐκδ. Μüller, ἐν σημ.