Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μηναιάζω
Greek Monolingual
μηναιάζω και μηνιάζω (Μ) προσλαμβάνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο ή πληρώνω κάποιον για έναν μήνα ή για έναν χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ.<μηναῖο(ν) «μηνιάτικο» + κατάλ. -άζω].