μητροκεντρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «μητροκεντρική οικογένεια»
(κοινων.-ανθρωπολ.) τύπος μονογονεϊκής οικογένειας που αποτελείται από τη μητέρα και τα ανήλικα παιδιά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση του αγγλ. matrifocal family].