μητρομάμμη
Greek (Liddell-Scott)
μητρομάμμη: ἡ, = μητρομήτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735.
Greek Monolingual
μητρομάμμη, ἡ (Α)
μητρομήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + μάμμη «γιαγιά»].
μητρομάμμη: ἡ, = μητρομήτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735.
μητρομάμμη, ἡ (Α)
μητρομήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + μάμμη «γιαγιά»].