μητρυιός

English (LSJ)

ὁ, stepfather, Theopomp. Com.12, Hyp.Fr.140.

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, Stiefvater, com. bei Poll. 3, 27; nach Eust. 560, 14 für πατρωός.

Greek (Liddell-Scott)

μητρυιός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Εἰρήνῃ» 6· «καὶ μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασι τὸν πατρωόν, ἀρρενωνυμοῦντες τὴν μητρυιὰν» Εὐστ. 560, 14.

Greek Monolingual

μητρυιός, ὁ (Α)
βλ. μητριός.