μητρότης

Greek (Liddell-Scott)

μητρότης: ἡ, τὸ ἀφῃρημένον οὐσιαστ. τοῦ μήτηρ, ἡ ἰδιότης τῆς μητρός, Ἐρωτήσ. καὶ Ἀποκρ. Ὀρθοδόξ. 501Β.