μητρώιος: -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μητρῷος, Ὀδ. Τ. 410.
of a mother, maternal, δῶμα, Od. 19.410†.
μητρώϊος, -ΐα, -ον (Α)(ασυναίρ. επικ. και ιων. τ.) βλ. μητρώος.