μηχανουργείο

Greek Monolingual

το
τεχνολ. εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής ή επισκευής μηχανών και εξαρτημάτων τους, καθώς και διαφόρων άλλων μεταλλικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Σπηλιάδη].