μικροκλέπτης

English (LSJ)

μικροκλέπτου, ὁ, petty thief, Sch.Ar.V.962.

German (Pape)

[Seite 184] ὁ, der Kleines stiehlt, Schol. Ar. Vesp. 962 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ μικρὸς καὶ μηδαμινὸς κλέπτης, κλέπτων μικρὰ πράγματα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφῆκ. 962.