μικροποιός

English (LSJ)

μικροποιόν, making small, diminishing, Id.43.6.

German (Pape)

[Seite 184] klein machend, verkleinernd, Longin. 43, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροποιός: -όν, (ποιέω) ὁ κάμνων τι μακρόν, ἐλαττῶν, Λογγῖν. 43.

Greek Monolingual

μικροποιός, -όν (Α)
αυτός που καθιστά κάτι μικρό, που μικραίνει, ελαττώνει κάτι.